ακοινωνησία — η (Α ἀκοινωνησία) [ἀκοινώνητος] η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών || μσν. νεοελλ. η απαγόρευση σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη θεία Μετάληψη μσν. ο αφορισμός, η αποκοπή κάποιου από το σώμα τής Εκκλησίας αρχ. το… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… … Dictionary of Greek
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… … Dictionary of Greek
αντίδερο — Νεότερη παραφθορά της λέξης αντίδωρο,που σημαίνει κομμάτι από το πρόσφορο που μοιράζεται μετά την απόλυση της χριστιανικής ορθόδοξης λειτουργίας στους πιστούς «αντί του μεγάλου εκείνου δώρου τής φρικτής Θείας Κοινωνίας» (Συμεών Θεσσαλονίκης).… … Dictionary of Greek
νηστεύω — νήστεψα 1. δεν τρώω, μένω νηστικός. 2. απέχω από ορισμένες τροφές που ορίζει η Eκκλησία: Νηστεύει γιατί θα κοινωνήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)